ζορμπαλίκι

ζορμπαλίκι
το
-ιού (λ. τουρκ.)
1. αυθαιρεσία: Μπήκαν μέσα με το ζορμπαλίκι τους.
2. αυταρχικότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζορμπαλίκι — το 1. αυθαιρεσία, βιαιότητα, τυραννική συμπεριφορά 2. κατάσταση αναρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zorbalik] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”